- λιγότερος
- η , ο меньший, минимальный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λοίσθος — (I) λοῑσθος, ον (Α) έσχατος, ύστατος, λοίσθιος («θάνατος λοῑσθος ἰατρὸς κακῶν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη < *λοιhισ θFoς, σύνθ. λέξη της οποίας το α συνθετικό συνδέεται ετυμολ. με το συγκριτικού βαθμού γερμ … Dictionary of Greek
υπομείων — εῑον, Α 1. κάπως μικρότερος ή λιγότερος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑπομείονες·(στη Σπάρτη) α) πολίτες περιορισμένων πολιτικών δικαιωμάτων οι οποίοι είχαν βέβαια γεννηθεί από γονείς γνήσιους Σπαρτιάτες πολίτες, αλλά δεν είχαν λάβει την… … Dictionary of Greek
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek
ήττων — ον (AM ἥττων, αρχαιότ. αττ. τ. ἥσσων, ον, ιων. τ. ἕσσων, ον) (συγκρ. τού κακός και μικρός) 1. μικρότερος, λιγότερος 2. υποδεέστερος, υπολειπόμενος, κατώτερος, παρακατιανός («ούδενὸς ἥττων γνῶναι» κανενός κατώτερος στο να κρίνει, Θουκ.) 3. (το ουδ … Dictionary of Greek
ελάσσων — και ελάττων ον (AM ἐλάσσων και ἐλάττων, ον) 1. μικρότερος, λιγότερος 2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο 3. χαμηλότερος, κατώτερος ως προς το ποσό ή τον αριθμό 4. (για χρόνο) βραχύτερος, συντομότερος 5. κατώτερος ως προς την αξία ή τη… … Dictionary of Greek
λιγοστεύω — και ολιγοστεύω 1. ελαττώνω, μειώνω κάτι («λιγόστεψα το φαγητό γιατί πάχυνα») 2. γίνομαι λιγότερος, μειώνομαι σε μέγεθος ή ποσότητα («όσο πάνε και λιγοστεύουν τα λεφτά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγοστεύω < ολιγοστεύω < ολιγοστός] … Dictionary of Greek
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek
μείων — ον (ΑM μείων, ον, Α και σπαν. μειότερος, τέρα, τερον) (ανώμ. συγκρ. τού μικρός ή ολίγος) νεοελλ. μαθ. (το ουδ.) μείον το σημείο τής αφαίρεσης, που παριστάνεται με το σύμβολο , αλλ. πλην αρχ. μσν. 1. μικρότερος ή λιγότερος («μειόνων επαίνων»,… … Dictionary of Greek
πέτσικος — η, ο, θηλ. και ια, Ν 1. ελλιπής, λιποβαρής («λίρα πέτσικη») 2. (για ύφασμα) λιγότερος από όσο χρειάζεται για ορισμένη χρήση … Dictionary of Greek
υπερδεής — ές, Α 1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τον φόβο, ατρόμητος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπεραγόντως ἐνδεὴς ἢ ἐλάσσων κατὰ δύναμιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. απαντά στο χωρίο τής Ιλ. ὑπερδέα δῆμον ἔχοντα και, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να ερμηνευθεί… … Dictionary of Greek
υπολίζων — όλιζον, Α (επικ. τ.) (στον Όμ.) ο κάπως λιγότερος («ὑπολίζονες μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀλίζων, παλαιότερος τ. συγκριτ. τού ὀλίγος] … Dictionary of Greek